ἐπι-φρίσσω

ἐπι-φρίσσω

ἐπι-φρίσσω, arr. ἐπιφρίττω, auf der Oberfläche rauh sein, starren, schauern, ἐπιφριττούσης τῆς ϑαλάττης Poll. 1, 106 (vgl. φρίσσω); sp. D., ὁλκὸς ἐπιφρίσσων φολίδεσσι D. Per. 443; νέποδες ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ Opp. Cyn. 1, 384, sie wimmeln auf der ruhigen Oberfläche des Meeres. – Auch vom Zephyr, Orph. Arg. 1147.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιπεφρίκασι — ἐπιπεφρί̱κᾱσι , ἐπί φρίσσω to be rough perf ind act 3rd pl ἐπιπεφρίκᾱσι , ἐπί φρίζω perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέφρισσεν — ἐπέφρῑσσεν , ἐπί φρίσσω to be rough imperf ind act 3rd sg ἐπί φρίζω aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρικτός — ή, ό / φρικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω] 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός 2. ειδεχθής, απαίσιος μσν. αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον»,… …   Dictionary of Greek

  • κατεπεφρίκεσαν — κατά , ἐπί φρίζω plup ind act 3rd pl κατεπεφρί̱κεσαν , κατά φρίσσω to be rough plup ind act 3rd pl κατά φρίζω plup ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”