ἐπι-φράζω

ἐπι-φράζω

ἐπι-φράζω, noch dazu sagen, angeben, Her. 1, 179 (Bekk. schreibt ἔτι φράσαι; ἐπέφραδον ist aor. II. zu φράζω, w. m. s.). – Sonst im med., auch mit aor. pass., bei sich bedenken, überlegen; absolut, Il. 21, 410; ὧδε Her. 4, 200. 7, 239; – bemerken, wahrnehmen, erkennen, ἵνα μή μιν ἐπιφρασσαίατ' Ἀχαιοί Od. 18, 94; neben νοέω 8, 94; βουλήν, wahrnehmen, kennen lernen, Il. 2, 282; entdecken, errathen, Her. 1, 48. 5, 9; aussinnen, ersinnen, ὄλεϑρόν τινι Od. 15, 444, wie Ap. Rh. 4, 507; βουλήν Il. 13, 741; τέχνην Hes. Th. 160; γάμον Theocr. 22, 165; δόλον Ap. Rh. 3, 720; τοιάδε Her. 6, 61. 133; – c. inf., οἷον τὸν μῦϑον ἐπεφράσϑης ἀγορεύειν Od. 5, 183, vgl. Il. 5, 665. Einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • επιτυφλώ — ἐπιτυφλῶ, όω (Α) [τυφλώ] 1. κάνω κάτι ή κάποιον περισσότερο τυφλό, κλείνω τους πόρους, φράζω («ἐπιτυφλούμενα ἐμπλάττειν τὰ φλεβία», Θεόφρ.) 2. τυφλώνω επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • επιφραδέως — ἐπιφραδέως (Α) επίρρ. 1. με σύνεση, με φρόνηση, με περίσκεψη 2. επιμελώς, φροντισμένα 3. (συγκριτ.) ἐπιφραδέστερον (κατά τον Ησύχ.) «συντομώτερον, συνετώτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φραδέως από θ. φραδ (πρβλ. πέ φραδ ον, φράζω), τ. που απαντά… …   Dictionary of Greek

  • προσηλώνω — προσηλῶ, όω, ΝΜΑ 1. στερεώνω με καρφιά, καρφώνω (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ. β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ. γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», Ευρ.) 2. μτφ. (σχετικά με το βλέμμα ή την προσοχή) κατευθύνω σταθερά και… …   Dictionary of Greek

  • σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”