ἐπι-τίθημι

ἐπι-τίθημι

ἐπι-τίθημι (s. τίϑημι), 1) daraufsetzen, -legen, -stellen, κρατὶ κυνέην, ἐπιϑήσει φάρμακα, wird Heilmittel auflegen, Il. 4, 190, κεφαλῇ δ' ἐπέϑηκε καλύπτρην, einen Schleier auf den Kopf, Od. 5, 232; τύμβον τε χῶσον κἀπίϑες μνημεῖά μοι Eur. I. T. 702; στήλην λίϑου ἐπέϑηκαν Her. 7, 183; ὀϊστόν, einen Pfeil auflegen, 5, 105; öfter τινί τι, Thuc. 7, 36; Xen. Oec. 17, 9; ζυγά τινι Cyr. 3, 1, 27; mit der Präposition, ἐπὶ πυρᾶς ἐπιϑέντες τὸν νεκρόν Thuc. 2, 52; ἀσκοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων Her. 2, 121, 4; – c. gen., τινὰ λεχέων, Jem. auf das Lager legen, Il. 24, 589; – ἐπὶ τὰ στέρνα τὴν κεφαλήν, Xen.; – bes. – a) Speisen aufsetzen, auftragen, εἴδατα πόλλ' ἐπιϑεῖσα, oder richtiger: hinzusetzend, noch dazu auftragend, Od. 1, 140, vgl. ἐπὶ δέ σφι τίϑει χρύσεια κάνεια 10, 355. vom Opfer, ἐπὶ μηρία ϑέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ, eigtl. auf den Altar legen, opfern, 21, 267; οὐδ' ἂν ϑύσαιμ' οὐδ' ἂν σπείσαιμ' οὐδ' ἐπιϑείην λιβανωτόν Ar. Nub. 425; λιβανωτὸν ἐπιτιϑείς Vesp. 96; Antiph. 1, 18. – b) ὄνομα, einen Ramen beilegen, geben, Plat. Conv. 205 b Crat. 424 d. – c) Strafe u. ä. auflegen, σοὶ δὲ ϑωὴν ἐπιϑήσομεν Od. 2, 192; χαλεπὴν ἀμοιβήν Hes. O. 332; αἵματος δίκην Eur. Or. 500; δίκην, ζημίαν τινί, ἄποινα, Her. 1, 144. 4, 43. 9, 120; Xen. Cyr. 1, 2, 2 u. A.; δίκην Plat. Critia. 106 b u. öfter; ἐπὶ πᾶσι τάξεις καὶ ζημίας Legg. VII, 823 c; τιμω ρίαν ὑπὲρ ὧν τοὺς ἄλλους ἠδικουν ἐπέϑηκαν Dem. 60, 11; Sp., wie Plut. Fab. Max. 9 u. öfter; μισϑόν τινι Pol. 5, 18, 8. – So Unglück, Schmerzen auferlegen, zu Theil werden lassen, in tmesi, ϑήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί Il. 2, 39; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς ϑῆκε κακὸν μόρον, über die er verhängte, 6, 357; ἀνάγκην Xen. Lac. 10, 7. – d) τέλος μύϑῳ ἐπιϑήσεις, der Erzählung ein Ziel setzen, sie in Erfüllung gehen lassen, Il. 19, 107. 20, 369, wie Isocr. 6, 77; übh. ein Ende machen, beendigen, τῷ μύϑῳ τέλος οὐκ ἐπέϑεμεν, Plat. Polit. 277 b Prot. 348 a; ἤδη κολοφῶνα ἐπιτίϑης τῇ σοφίᾳ, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen, Euthyd. 301 e (vgl. κολοφών) ähnl. Dem. 21, 18 δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέϑηκεν, er setzte seinen Thorheiten gleichsam die Krone auf; – πίστιν ἐπιϑεῖναι, einen Schwur darauf setzen, beschwören, Dem. 29, 33. 49, 42; – λίϑον ἐπέϑηκε ϑύρῃσιν, er setzte einen Stein vor die Thür, Od. 13, 370. 9, 243, mit dem Nebenbegriff des Verschließens; ϑύρας ἐπέϑηκε φαεινάς 21, 45, wie ὡςεί τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιϑείη 9, 314, den Deckel auf den Köcher legen, ihn verschließen; νέφος ἐπιϑεῖναι, Ggstz ἀνακλίνειν, vorschieben, d. i. den Himmel schließen, von de n, Horen, Il. 5, 751. 8, 395 λόχον, vom trojanischen Pferde, Od. 11, 25 (vgl. ἐπίκειμαι). – Uebertr., φρένα, nur in tmesi, den Geist auf Etwas hinrichten, auf Etwas achten, Hom.; – auftragen, zur Besorgung übergeben, βιβλίον ἐς Αἴγυπτον ἐπέϑηκε Her. 3, 42; Ἀλκαῖος ἐν μέλει ποιήσας ἐπιτιϑεῖ εἰς Μιτυλήνην, 5, 95; ἐπιστολήν Dem. 34, 28, was Harpocr. durch παρέδωκε erkl. Vgl. med. 3). – 2) hinzusetzen, hinzufügen, κτήματα δ' ὅσσ' ἀγόμηνπάντ' ἐϑέλω δόμεναι καὶ οἴκοϑεν ἄλλ' ἐπιϑεῖναι, u. noch andere von meinem eigenen Besitzthume hinzufügen, Il. 7, 751, 23, 796; Od. 22, 62, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ' ἀπολείπων μήτ' ἐπιϑεὶς μάλα πολλά Hes. O. 695, weder viel unter. noch über dreißig Jahre; Sp. – Als Epitheton brauchen, Schol. Ap. Rh. 2, 118. – Med., 1) sich aufsetzen. στεφάνην κεφαλῆφιν Il. 10, 30; ἐπὶ δ' ἔϑεντο κισσίνους στεφάνους Eur. Bacch. 701; οὑκ ἐπιϑήσομαι ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν Andr. 1211; Sp.; χεῖρας στήϑεσσί τινος, seine Hände auflegen, Il. 18, 317. – 2) sich an Etwas machen, sich auf Etwas legen, angreifen, unternehmen; absolut, Her. 3, 76, δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε 1, 96. vgl. 6, 60; gew. c. dat., ναυτιλίῃσι 1, 1 ναυκληρίᾳ Lys. 6, 19. ἑπιϑέσθαι τῇ πείρα ἠπυίγετο Thuc. 7, 42, versuchen; τῷ ἔργῳ Xen. Mem. 2, 8, 3; κυβερνητικῇ Plat. Polit. 299 b; ἐπιϑησόμεϑα τοῖς πολιτικοῖς Gorg. 527 b; c. inf., ἐλέγχειν τὸν λόγον ἐπιϑησόμεϑα Soph. 242 ο, wie Isocr. 5, 1; τῇ καταλύσει τοῠ δήμου, mit der Auflösung der Demokratie umgehen, Aesch. 3, 235; Sp., von denen D. Sic. 15, 80 auch akt. τῷ κινδύνῳ ἐπιϑείς sagt; – bes. im feindlichen Sinne, sich an Etwas machen, angreifen, anfallen, bes. plötzlich, od. aus dem Hinterhalte, unvermuthet, τινί, Her. 6, 108. 7, 125 u. öfter; auch aor. I, πρώτοισι ἐπεϑήκατο 1, 26; Thuc. u. Folgde; Μέλητός μοι ἐπέϑετο, vom gerichtlichen Angriff, Plat. Apol. 23 c, τῷ πατρικῷ λόγῳ Soph. 242 a. – 3) auftragen, befehlen, ἐπιϑέμενος ταῠτα ἐμοί Her. 1, 111; 3, 63; οὐκ ὤκνησεν ἐπιϑέσϑαι τοῖς οἰκείοις ἐπιγράψαι τῷ μνήματι τάδε Ath. XI, 465 d. – 4) daran, darauf setzen, wie im act., mit besonderer Beziehung auf das subj., πύλας μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίϑεσϑε Plat. Conv. 218 b, eure Ohren verschließet; λόγον ἐπ' αὐτῇ νόμον ὕστερον ἐπιϑώμεϑα Legg. XI, 918 a; σῖτον τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν, sich auftragen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 3; – ἐπέϑεντο ϑάνατον ζημίαν Thuc. 2, 24. – So auch Aesch. τόδ' ἐπέϑου ϑύος δημοϑρόους τ' ἀράς, du zogest dir zu, Ag. 1383. – Plut. u. a. Sp. brauchen auch den aor. pass. in der Bdtg des med.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίθετος — εὐεπίθετος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητος («εὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί θετος (επι τίθημι)] …   Dictionary of Greek

  • эпитет — прибавленное к имени приложение в виде характеристики или прозвища Ср. Здравствуй, еретик проклятый! Когда я, удивленный таким эпитетом, спросил почему, она с апломбом ответила мне: А потому, что запрещаешь дьявол, парню женский пол любить!.. М.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Эпитет — Эпитетъ прибавленное къ имени приложеніе въ видѣ характеристики или прозвища. Ср. «Здравствуй, еретикъ проклятый!» Когда я, удивленный, такимъ эпитетомъ, спросилъ почему, она съ апломбомъ отвѣтила мнѣ: А потому, что запрещаешь дьяволъ, парню… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • πρόφαση — η / πρόφασις, άσεως, ΝΜΑ προβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.) νεοελλ. 1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”