ἐπι-τάσσω

ἐπι-τάσσω

ἐπι-τάσσω, 1) auftragen, befehlen, μὴ 'πίτασσ' ἃ μὴ κρατεῖς Soph. O. C. 843; Ant. 660; οὗτος φυλάττειν τὸν πατέρ' ἐπέταξε νῷν Ar. Vesp. 69; in Prosa, τάδε αὐτοῖσι ἐπίταξον Her. 1, 155, öfter; τὸ βέλτιστον ἐπιτάττειν Plat. Pollt. 294 b; εἰ τὴν μουσικήν μοι ἐπιτάττοι ποιεῖν Phaed. 60 e; Dem. 2, 30; pass. τὰ ἐπιτασσόμενα, Her. 1, 115; ὁ ναυτικὸς στρατὸς ὁ ἐπιταχϑεὶς ἑκάστοισι, die Jedem auferlegte Mannschaft, die zu stellen ihnen anbefohlen war, 6, 95; ἐπιταττόμενος φοιτᾷς, befehligt, Ar. Vesp. 686; ἄλλο τι ἐπιταχϑήσεσϑε, man wird euch befehlen, Thuc. 1, 140; Λακεδαιμονίοις ναῦς ἐπετάχϑησαν ποιεῖσϑαι 2, 7; τὴν ἐπιτεταγμένην αὐτοῖς τέχνην Plat. Polit. 281 e; οἱ ἐπιτεταγμένοι, denen Etwas aufgetragen ist, Legg. XI, 925 e u. Sp. – Auch med., Plat. Legg. II, 658 b. – 2) Dazu ordnen, ἐπετετάχατο ἐς τοὺς Πέρσας Her. 7, 85; ἐπετέτακτο Ἀριστοκράτει Περικλῆς Xen. Hell. 1, 6, 29. 30; vgl. Pol. 16, 18, 8; bes. dahinter aufstellen, ὄπισϑε τοῦ πεζοῦ ἐπέταξε τὴν ἵππον Her. 1, 80; εἴτε καὶ ἐν αὐτῇ τῇ τάξει εἴτε καὶ ὄπισϑεν ἐπιτεταγμένον Plat. Rep. V, 471 d; Thuc. 5, 72; Pol. 1, 26, 11; Plut. Pyrrh. 28, oft. – Auch med., τοὺς ἱππέας ἐπετάξαντο ἐπὶ τῷ δεξιῷ Thuc. 6, 67; Xen. An. 6, 5, 9, für sich aufstellen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ευεπίτακτος — εὐεπίτακτος, ον (Α) υπάκουος σε διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί τακτος (< επι τάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπέσταξα — ἐπί , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπί στάζω drop aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσταξας — ἐπί , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 2nd sg (homeric ionic) ἐπί στάζω drop aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσταξε — ἐπί , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στάζω drop aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέσταξεν — ἐπί , εἰσ τάσσω draw up in order of battle aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπί στάζω drop aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”