περι-μήκης

περι-μήκης

περι-μήκης, ες, sehr lang; κοντός, ῥάβδος, Od. 9, 487. 10, 393, u. öfter; sehr hoch, πέτρα, Il. 13, 63; ὄρος περίμηκες, Od. 13, 183; λίϑους μεγάϑεϊ περιμήκεας, Her. 2, 108; 7, 36 u. öfter; Luc. Dea Syr. 28; einen superlat. περιμήκιστος hat Plut. adv. Stoic. 35, wenn die Lesart richtig ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… …   Dictionary of Greek

  • παμμήκης — παμμήκης, πάμμηκες (Α) 1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήκης (< …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”