- ἐπι-τεκταίνομαι
ἐπι-τεκταίνομαι, δόλον, gegen Einen künstlich anlegen, Opp. C. 3, 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τεκταίνομαι, δόλον, gegen Einen künstlich anlegen, Opp. C. 3, 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… … Dictionary of Greek
ἐπετεκτήναντο — ἐπί τεκταίνομαι frame aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστεκταίνομαι — Α επινοώ, μηχανεύομαι κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< τέκτων «ξυλουργός»)] … Dictionary of Greek