- ἐπι-ταράσσω
ἐπι-ταράσσω, att, -άττω, noch dazu verwirren, beunruhigen, Her. 2, 139; κοιλίη ἐπιταράσσεται Hippocr.; Sp., ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς, unterbricht, Luc. D. Mort. 2, 1; öfter bei Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ταράσσω, att, -άττω, noch dazu verwirren, beunruhigen, Her. 2, 139; κοιλίη ἐπιταράσσεται Hippocr.; Sp., ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς, unterbricht, Luc. D. Mort. 2, 1; öfter bei Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek
επιταράσσω — ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α) 1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.) 2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
προσδιασείω — Α διεγείρω, εξεγείρω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διασείω «διεγείρω, ταράσσω»] … Dictionary of Greek