- ἐπι-τωθάζω
ἐπι-τωθάζω, verspotten, verlachen; πρᾴως Plat. Ax. 364 c; häufiger bei Sp.; τὸ γεγονός Ath. XIII, 604 c; αὐτὸν ἐς φιλαρχίαν, wegen, App. B. C. 2, 67; – auch τινί, worüber, ib. 5. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τωθάζω, verspotten, verlachen; πρᾴως Plat. Ax. 364 c; häufiger bei Sp.; τὸ γεγονός Ath. XIII, 604 c; αὐτὸν ἐς φιλαρχίαν, wegen, App. B. C. 2, 67; – auch τινί, worüber, ib. 5. 125.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπετώθαζον — ἐπί τωθάζω mock imperf ind act 3rd pl ἐπί τωθάζω mock imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθαζε — ἐπί τωθάζω mock imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθαζεν — ἐπί τωθάζω mock imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθαζες — ἐπί τωθάζω mock imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθασαν — ἐπί τωθάζω mock aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθασας — ἐπί τωθάζω mock aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθασε — ἐπί τωθάζω mock aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετώθασεν — ἐπί τωθάζω mock aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτωθάζω — ἐπιτωθάζω (Α) 1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ [πράως] ἐπιτωθάζων», Πλάτ.) 2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»] … Dictionary of Greek