προσανατρίβω — Α 1. τρίβω κάτι με κάτι άλλο ή πάνω σε κάτι άλλο 2. τρίβω κάτι επί πλέον 3. κάνω επιπρόσθετες εντριβές 4. μέσ. προσανατρίβομαι α) εξασκούμαι επί πλέον σε κάτι β) μτφ. οξύνω τη σκέψη μου συζητώντας με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρίβω… … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
χρονοτριβώ — χρονοτριβῶ, έω, ΝΜΑ καθυστερώ, αργοπορώ, χασομερώ αρχ. παρατείνω κάτι επί μακρό χρονικό διάστημα, συνεχίζω κάτι για πολύ χρόνο («χρονοτριβεῑν τὸν πόλεμον ἐλπίζων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδο τριβῶ] … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek
επασσυτεροτριβής — ἐπασσυτεροτριβής, ές (Α) αυτός που χτυπά αλλεπάλληλα, συνεχώς («ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (πρβλ. επασσύτερος) + τριβής (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
επιδιατρίβω — ἐπιδιατρίβω (Α) παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια τρίβω «μένω»] … Dictionary of Greek
επικνώ — ἐπικνῶ, άω (Α) 1. τρίβω, ξύνω την επιφάνεια ή πάνω σε κάτι 2. χαράζω, γρατζουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνω «ξύνω»] … Dictionary of Greek
επιμάσσω — ἐπιμάσσω και ἐπιμάττω (Α) 1. ξαναζυμώνω 2. μέσ. ἐπιμάσσομαι ψηλαφώ, αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μάσσω «ζυμώνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek
επισμώ — ἐπισμῶ, άω (Α) τρίβω ή αλείφω κάτι πάνω σε κάτι άλλο για να κολλήσει («τὶ γὰρ οὗτος ἡμᾱς οὐκ ἐπισμῇ κακῶν;» τί κακό υπάρχει που να μη ζητά να μάς τό κολλήσει;, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμω «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
λίγδην — (Α) επίρρ. με απλή επαφή, ακροθιγώς («βάλε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ λίγδην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίγδην και οι τ. λίγδα, λίγδος συνδέονται μορφολογικά, μολονότι δεν έχουν άμεση σημασιολογική συνάφεια. Οι τ. εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα *(s)lig τής … Dictionary of Greek