- ἐπι-τράπεζος
ἐπι-τράπεζος, dass., Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τράπεζος, dass., Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek