- ἐπι-τροχάδην
ἐπι-τροχάδην, darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιϑέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τροχάδην, darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιϑέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… … Dictionary of Greek