- ἐπι-τρόχαλος
ἐπι-τρόχαλος, darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τρόχαλος, darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιτρόχαλος — ἐπιτρόχαλος, ον (Α) 1. ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος («ούκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῑς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους», Διον. Αλ.) 2. ταχύς, αυτός που ρέει με ταχύτητα («ἐπιτρόχαλος καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως», Δίον. Αλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek