- ἐπι-σίνομαι
ἐπι-σίνομαι, beschädigen, Nic. Al. 413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σίνομαι, beschädigen, Nic. Al. 413.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεσίνατο — ἐπεσί̱νατο , ἐπί σίνομαι harm aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισίνης — ἐπισί̆νης , ἐπί σίνομαι harm aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσινής — ές, Α 1. δυσμενής 2. επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σινής (< σĭνος < σίνομαι «βλάπτω»), πρβλ. επι σινής] … Dictionary of Greek