- ἐπι-σίτιος
ἐπι-σίτιος, für die Kost arbeitend, καὶ οὐδὲ μισϑὸν πρὸς τοῖς σιτίοις, ὥςπερ οἱ ἄλλοι, λαβόντες Plat. Rep. IV, 420 a; nach Ath. VI, 246 f οἱ ἐπὶ τροφαῖς ὑπουργοῦντες, = παράσιτοι, ibd.; – τὰ ἐπισίτια, die Kost, Fourage, Lys. bei Harpocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.