ἐπι-σείω

ἐπι-σείω

ἐπι-σείω (s. σείω), ep. ἐπισσείω, entgegenschütteln, schwingen; Ζεὺς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσιν, gegen Alle schwinge Zeus seine Aegis, Il. 4, 167, vgl. 15, 230; μὴ 'πίσειέ μοι τὰς αἱματωποὺς καὶ δρακοντώδεις κόμας, rege nicht gegen mich auf, Eur. Or. 249, parodirt von Alexis bei Ath. VIII, 339 c; τὰ δόρατα Hdn. 2, 13, 8; τὸ ξίφος Luc. u. ä. a. Sp.; – τοὺς κρότους, in die Hände klatschen, Alciphr. 3, 71; τὴν χεῖρα, die Hand schütteln, Luc. gcyth. 11; übertr., πόλεμον, Krieg erregen, Ios.; τὸν δῆμον, aufregen, D. Hal.; pass., ἡ αἰγὶς ἐπεσείετο Luc. Tim. 3; übertr., φόβον τινί, Einem Furcht einjagen, Liban.; ähnl. τοὺς Πέρσας, mit den Persern drohen, diese drohend entgegenhalten, Plut. Them. 4. – Intraus., ἄχρι ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσιν ἐπισείωσι D. Sic. 13, 94, angreifen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • επικραδαίνω — ἐπικραδαίνω (Α) 1. κραδαίνω πάνω σε κάτι, επισείω 2. κινώ βίαια, σείω πάνω από κάτι 3. παθ. ἐπικραδαίνομαι άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῑς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • ωθώ — ὠθῶ, έω, ΝΜΑ 1. μεταδίδω κίνηση σε ένα σώμα, σπρώχνω, σκουντώ (α. «ο άνεμος ωθεί το πλοίο» β. «ὦσαι ἑαυτὸν εἰς τὸ πῡρ», Ηρόδ.) 2. μτφ. προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ αρχ. 1. αποσπώ βίαια («ἐκ μηροῡ δόρυ ὦσε», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με θύρα) ανοίγω… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • επικατασείω — ἐπικατασείω (Α) καταρρίπτω κάτι πάνω σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασείω «σείω δυνατά, τινάζω»] …   Dictionary of Greek

  • επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καταπελεμίζω — (Α) (επιτ. τ. τού πελεμίζω*) καταφέρω («κὰδ δὲ βαρεῑαν χεῑρ ἐπὶ οἱ πελέμιζεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πελεμίζω «σείω, κάνω κάτι να τρέμει»] …   Dictionary of Greek

  • κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… …   Dictionary of Greek

  • κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”