- ἐπι-σκάπτω
ἐπι-σκάπτω, auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σκάπτω, auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκάμμα — ατος, το, ΝΑ 1. το αποτέλεσμα τού σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος 2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως τής πάλης, τού άλματος κ.ά. νεοελλ. 1. το τμήμα τού γυμναστηρίου όπου… … Dictionary of Greek
σκαφητός — ὁ, ΜΑ σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῡ καὶ γυναῑκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο ητός, γεωργ ητός, τρυγ ητός] … Dictionary of Greek