- ἐπι-σκαίρω
ἐπι-σκαίρω, darauf zuspringen, Ael. H. A. 14, 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σκαίρω, darauf zuspringen, Ael. H. A. 14, 8 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπισκαίρει — ἐπί σκαίρω skip pres ind mp 2nd sg ἐπί σκαίρω skip pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκαίροντα — ἐπί σκαίρω skip pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπί σκαίρω skip pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκαίρουσι — ἐπί σκαίρω skip pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί σκαίρω skip pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκαίροντες — ἐπί σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκαίρουσα — ἐπί σκαίρω skip pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκαίρων — ἐπί σκαίρω skip pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκαίρω — ἐπισκαίρω (Α) 1. (για ψάρι) αναπηδώ 2. πηδώ πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκαίρω «πηδώ»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek