ἐπι-σκιάζω

ἐπι-σκιάζω

ἐπι-σκιάζω, beschatten, verbergen, λαϑραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη 'φρούρουν Soph. Tr. 910, d. i. aus dem Verborgenen; τῇ μὲν τῶν πτερύγων τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν Her. 1, 209; Arist. gen. an. 5, 1; öfter bei Sp., wie N. T., sowohl τινί, als τινά; ὁ τύμβος τινὰ ἐπισκιάζει Arist. ep. 3 (App. 9, 10). – Auch übertr., ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη ἐπισκιάζουσιν αὐτούς Luc. Calumn. 1; Tim. 27; Ggstz von φωτίζειν, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 141; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασι Iunc. Stob. fl. 117, 9; τὸ ἐπαχϑὲς τοῦ λόγου ἐπεσκίασται τῷ ἀναγκαίῳ τῆς ἀπολογίας D. Hsl.; vgl. Hdn. 2, 10, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσκοτώ — έω, Α καλύπτω με σύννεφα, σκιάζω, επισκιάζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τού ἐπισκοτῶ (< ἐπί + σκότος)] …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • σκιαχτά — Ν επίρρ. με φόβο, με τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί θ. *σκιαχτός < σκιάζω «φοβίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”