ἐπι-σκεπάζω

ἐπι-σκεπάζω

ἐπι-σκεπάζω, überdecken, umhüllen, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπεσκεπασμένον — ἐπί σκεπάζω cover perf part mp masc acc sg ἐπί σκεπάζω cover perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσκέπασας — ἐπεσκέπᾱσας , ἐπί σκεπάω cover aor ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπί σκεπάζω cover aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσκέπασεν — ἐπεσκέπᾱσεν , ἐπί σκεπάω cover aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπί σκεπάζω cover aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επειλύω — ἐπειλύω (AM) 1. κρύβω κάτι, σκεπάζω 2. μέσ. ἐπειλύομαι κρύβομαι, καλύπτω τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ειλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… …   Dictionary of Greek

  • επαμφιέννυμι — ἐπαμφιέννυμι (AM) ντύνω, επενδύω, καλύπτω, σκεπάζω («ἐπημφιεσμένος πτίλον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφι έννυμι «ενδύω»] …   Dictionary of Greek

  • επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • επιταράσσω — ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α) 1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.) 2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κώας — κῶας και κῶς, τὸ (Α) 1. μαλακό δέρμα προβάτου που άπλωναν ως κάλυμμα σε καθίσματα ή κρεβάτια («στόρεσαν λέχος... κώεά τε ῤῆγός τε λίνοιό τε λεπτόν ἄωτον», Ομ. Ιλ.) 2. το χρυσόμαλλο δέρας («λέγεται τὸν Ἡρακλέα καταλειφθῆναι ὑπὸ Ἰήσονός τε καὶ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”