ἐπι-σκύζομαι

ἐπι-σκύζομαι

ἐπι-σκύζομαι, worüber zornig, unwillig werden, Il. 9, 370; ἐπισκύσσαιτο Od. 7, 306; das act. E. M, ἐπισκύσαι τὸ χαλεπῆναι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επισκύζομαι — ἐπισκύζομαι (AM) οργίζομαι, αγανακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”