- ἐπι-σφετερίζομαι
ἐπι-σφετερίζομαι, sich aneignen, Hsrpocr. v. Σϑένελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-σφετερίζομαι, sich aneignen, Hsrpocr. v. Σϑένελος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσεπιλαμβάνω — Α [ἐπιλαμβάνω] 1. περιλαμβάνω, δένω κάτι με κάτι άλλο («προσεπιλαμβάνω ταινίῃ τὸν βραχίονα περὶ τὶ στῆθος περιδέοντα», Ιπποκρ.) 2. λαμβάνω, απαιτώ κάτι περισσότερο 3. καταλαμβάνω επί πλέον («ἀπὸ δὲ τῶν δύσεων λίμνῃ προσεπιλαμβανούσῃ καὶ τοῡ πρὸς… … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
επιβατεύω — ἐπιβατεύω (AM) 1. εισβάλλω, καταλαμβάνω 2. σφετερίζομαι 3. μετέχω («ψυχὴ τοῡ γηΐνου... ἐπιβατεύουσα») 4. είμαι επιβάτης πλοίου 5. ιππεύω μσν. πατώ αρχ. 1. στηρίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον 2. βατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατεύω… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
σφετερίζω — ΝΜΑ (το νεοελλ. πάντα μέσ., ενώ το μσν. και το αρχ. ενεργ. και μέσ.) οικειοποιούμαι ξένο πράγμα παράνομα, κάνω κάτι ξένο δικό μου μσν. σφετερίζομαι μεταβιβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφέτερος(βλ. λ. σφεῖς). Το ρ. χρησιμοποιείται «επί κακῷ» με σημ.… … Dictionary of Greek