ἐπι-σφρᾱγίζω

ἐπι-σφρᾱγίζω

ἐπι-σφρᾱγίζω, ion. u. ep. ἐπισφρηγίζω, das Siegel darauf drücken, besiegeln, bestätigen, κλέος ϑανόντι Ep. in athl. stat. 42 (Plan. 366). Gew. im med., τῶν ῥηϑέντων ἐπισφραγισαμένους ὅσα ἂν εἶναι καίρια δοκῇ Plat. Legg. IX, 855 e; περὶ ἁπάντων οἷς ἐπισφραγιζόμεϑα τοῠτο ὃ ἔστι, die wir mit dem Sein bezeichnen, Phaed. 75 d; auch pass., Phileb. 26 d; βουλόμενος ἐπισφραγίσασϑαι διὰ τῆς συγκλήτου τὴν αὑτοῦ παρανομίαν, er wollte bestätigen, gut heißen lassen, Pol. 32, 22, 3; σιγῇ τι, verschweigen, Hel. 6, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικλείω — (I) ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) [κλείω] κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω αρχ. μσν. (για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ αρχ. 1. παθ. ἐπικλείομαι συμπτύσσομαι 2. καλύπτομαι από κάτι. (II) ἐπικλείω (Α) 1. επαινώ, εκθειάζω 2. διηγούμαι κάτι με …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”