ἐπι-στέφω

ἐπι-στέφω

ἐπι-στέφω, Hom. im med. in der Vrbdg κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, sie gossen die Mischgefäße bis an den Rand voll, Il. 1, 470 Od. 1, 148 u. öfter. Vgl. ἐπιστεφής u. die daselbst angeführte Stelle aus Buttm. Lezil.; Ath. I, 13 d erkl. ὑπερχειλεῖς οἱ κρατῆρες ποιοῦνται, ὥςτε διὰ τοῦ ποτοῦ στεφανοῦσϑαι, vgl. XV, 674 s. – Soph. El. 433 τάςδε δυςμενεῖς χοὰς οὐκ ἄν ποϑ' ὅν γ' ἔκτεινε τῷδ' ἐπέστεφε, Todtenopfer, Libation auf einen Grabhügel ausgießen; Alcman. Ath. III, 111 a τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι, = ἐπιστεφής, bedeckt mit Brot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • στέφος — το, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ όνομά του [τού ήρωος]», Κάλβ.) μσν. εκκλ. το στεφάνι τού μαρτυρίου αρχ. 1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.) 2. σπονδή 3. (κατά τον Ησύχ.) στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”