περι-οίκημα

περι-οίκημα

περι-οίκημα, τό, benachbarte Wohnung, wird bezweifelt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Περούτζια — (Perugia). Πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της Ουμβρίας (Ουμβρικής) και της ομώνυμης επαρχίας. Το αστικό συγκρότημα, που διαιρείται σε πέντε ιστορικές συνοικίες, κατέχει θησαυρούς τέχνης μεγάλου ενδιαφέροντος. Στο κέντρο της πόλης βρίσκονται η… …   Dictionary of Greek

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • γεροντικός — ή, ό (AM γεροντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό 1. η αίθουσα συνεδριάσεων τής μονής 2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό μσν. βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… …   Dictionary of Greek

  • οίκηση — η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ] 1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση 2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.) νεοελλ. 1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ… …   Dictionary of Greek

  • περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… …   Dictionary of Greek

  • περιμαντρώνω — και περιμανδρώνω κατασκευάζω μάντρα γύρω από οίκημα ή κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μαντρώνω. Ο τ. περιμανδρώνω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • περιτεραμνίζω — Α περιβάλλω, περικαλύπτω («χρυσῷ τὰ χείλη περιτεραμνίσας» αφού με χρυσό επικάλυψε τα χείλη [τής οινοχόης και τού κυπέλλου», Πολέμ. ιστ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέραμνον / τέρεμνον «θάλαμος, οίκημα»] …   Dictionary of Greek

  • στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”