- ἐπι-στωμύλλομαι
ἐπι-στωμύλλομαι, mit Einem im Spaßmachen wetteifern, τινί, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-στωμύλλομαι, mit Einem im Spaßmachen wetteifern, τινί, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιστωμύλλομαι — ἐπιστωμύλλομαι (Α) προσπαθώ να ξεπεράσω τους άλλους στα πειράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στωμύλλομαι «φλυαρώ» (< στωμύλος)] … Dictionary of Greek