ἐπι-σπέρχω

ἐπι-σπέρχω

ἐπι-σπέρχω, beschleunigen, κέντρῳ, anspornen, Il. 23, 430; antreiben, Od. 22, 451; ἐπεὶ τὸ πρᾶγμ' ἐπισπέρχει ϑεός Aesch. Spt. 671; ὁ μὲν τοιαῠτα τούς τε ἄλλους ἐπέσπερχε καὶ τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἠνάγκασεν ὀκεῖλαι τὴν ναῦν Thuc. 4, 12; Sp., τοὺς ἐργάτας, antreiben, Luc. Char. 17; ἴχνος, die Spur verfolgen, Opp. Cyn. 4, 96; χεί. ρεσσιἐρετμούς Ap. Rh. 3, 346. – Intraus., sich beschleunigen, ἄελλαι, anstürmen, Od. 5, 304.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επισπέρχω — ἐπισπέρχω (Α) 1. επιταχύνω, επισπεύδω («ἵππους κέντρῳ ἐπισπέρχων», Ομ. Ιλ.) 2. ακολουθώ γρήγορα 3. ορμώ παράφορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπέρχω «θέτω σε ταχεία κίνηση»] …   Dictionary of Greek

  • περισπερχής — ές, Α 1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπερχής (< *σπέρχος < σπέρχω, ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”