ἐπι-πέμπω

ἐπι-πέμπω

ἐπι-πέμπω, hinschicken, zuschicken; ἄλλην στρατιάν Thuc. 7, 15; πρὸς τὸ στράτευμα ἄλλην ὠφέλειαν 6, 73; σιτία Ar. Eccl. 236, wie χορηγίαν στρατοπέδοις, nachsenden, Pol. 6, 15, 4; ἀγγελίας, zusenden, Her. 1, 160; ὄνειρον 7, 15; bes. von Unglück und Widerwärtigkeiten, δεσμοὺς καὶ ϑανάτους ἐπιπέμπουσα Plat. Crit. 46 c; πρὶν ἀνάγκην τινὰ ὁ ϑεὸς ἐπιπέμψῃ Phaed. 62 c; ϑεὸς δέη καὶ κινδύνους τοῖς ἠσεβηκόσι Lys. 6, 20; πρεσβῦτις ἀνϑρώποις ὑπὸ γυναικὸς ἐπιπεμφϑεῖσα, über den Hals geschickt, 1, 15, wo aber Bekker ὑποπ. hat; u. so später noch von Soldaten, ταῖς πόλεσιν ἐπιπέμπειν, gegen sie schicken, Hdn. 3, 3, 5; ähnl. τρεῖς κατασκόπους τοῖς Ῥωμαίοις App. Pun. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • θεόπεμπτος — η, ο (AM θεόπεμπτος, ον) ο σταλμένος από τον θεό (ή τους θεούς), ο θεόσταλτος νεοελλ. μοιραίος αρχ. υπεράνθρωπος, εξαιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πεμπτος (< πέμπω), πρβλ. διά πεμπτος, επί πεμπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”