ἐπι-πέτομαι

ἐπι-πέτομαι

ἐπι-πέτομαι (s. πέτομαι), herbei-, herzufliegen, ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις Od. 15, 160. 524 Il. 13, 821; vom Pfeil, ἆλτοκαϑ' ὅμιλον ἐπιπτέσϑαι μενεαίνων 4, 125; c. acc., darüber hinfliegen, πεδία Eur. Hel. 1486; γῆν καὶ ϑάλατταν Ar. Av. 118; καινὰ καὶ ϑαυμάστ' ἐπεπτόμεσϑα, wir sahen beim Fluge Neues, 1471; c. dat., Ar. Av. 48; ταῖς ἀρούραις Ael. H. A. 17, 16; Plat. vrbdt ἐπὶ πάντα τὰ λεγόμενα ὥςπερ ἐπιπτόμενοι Rep. II, 365, darauf losstürzend, wie Raubvögel; ἐπέπτησαν ἐπὶ τἡν ναῦν Luc. V. Hist. 1, 28; Alciphr. 3, 59; φὴς ἐπιπτήσεσϑαί μοι τὸν ἀετόν Luc. Peregr. 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • παλιμπετής — παλιμπετής, ές (ΑΜ) αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω αρχ. 1. παλίνδρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πετής, που κατ άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ άλλους με… …   Dictionary of Greek

  • ποτώμαι — άομαι, και επικ. τ. ποτέομαι, Α (ποιητ. τ.) 1. πετώ εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση («ὀρνίθων ἔθνεα... ἔνθα καὶ ἔνθα ποτῶνται», Ομ. Ιλ.) 2. (για ήχο) διαδίδομαι («[βοᾷ] ποτᾱται, βρέμει δ ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου», Αισχύλ.) 3. μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”