- ἐπι-πλώω
ἐπι-πλώω (s. πλώω), ion. = ἐπιπλέω, Hom., Her. u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πλώω (s. πλώω), ion. = ἐπιπλέω, Hom., Her. u. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek