- ἐπι-πολεύω
ἐπι-πολεύω, = ἐπιπολάζω, auf der Oberfläche sein, φάρμακον οὐκ ἐπιπολεύει, ἀλλ' ἐς τοὺς ἔσω πόρους κατολισϑάνει Ael. H. A. 9, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πολεύω, = ἐπιπολάζω, auf der Oberfläche sein, φάρμακον οὐκ ἐπιπολεύει, ἀλλ' ἐς τοὺς ἔσω πόρους κατολισϑάνει Ael. H. A. 9, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπεπόλευσε — ἐπί πολεύω turn aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεπόλευσεν — ἐπί πολεύω turn aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)