ἐπι-ποικίλος

ἐπι-ποικίλος

ἐπι-ποικίλος, sehr bunt, Aret.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • επιστρεφής — ἐπιστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.) 2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή») 3. ευλύγιστος 4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος 5.… …   Dictionary of Greek

  • σφήκες — Κεντροφόρα έντομα της οικογένειας των Σφηκίδων, της τάξης των υμενοπτέρων. Οι σ. έχουν διαστάσεις που ποικίλλουν από 1 έως 4 εκ.· το στοματικό τους όργανο είναι μασητικού και λειχητικού τύπου, με ισχυρές γνάθους και μακριά γλωσσίδα· τα μάτια… …   Dictionary of Greek

  • Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՊԱՏԻԿ — (տկի, տկաց.) NBH 1 414 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c ա. πολλαπλάσιος, πλάσιος, πολύπλοκος, ποικίλος, πολλάπολυς multiplex, multifarius, varius Բազմապիսի, ազգի ազգի. բազմադիմի. բազում. բազմազան, կամ յոլով. ... *Տեսի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”