- ἐπι-πειθής
ἐπι-πειθής, ές, gehorchend, Arist. Eth. 1, 7, 13; Timon. Phlias. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πειθής, ές, gehorchend, Arist. Eth. 1, 7, 13; Timon. Phlias. 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπειθής — καταπειθής, ες (Α) ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επι πειθής, ευ πειθής] … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
Экклесия — Пникс трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία) в … Википедия