- ἐπι-πατάσσω
ἐπι-πατάσσω, darin-, daraufschlagen, Schol. Ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-πατάσσω, darin-, daraufschlagen, Schol. Ar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… … Dictionary of Greek