ἐπι-πτύσσω

ἐπι-πτύσσω

ἐπι-πτύσσω, darüber falten, überdecken, Galen.; τὸ γραμματεῖον, das Buch zuschlagen, Luc. Dem. enc. 25. – Med. sich darüber legen, ἐπὶ τὸ τρῆμα, schließen, Arist. H. A. 1, 16; abs., sich schließen, part. anim. 3, 3; Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπεπτυγμένων — ἐπί πτύσσω fold perf part mp fem gen pl ἐπί πτύσσω fold perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεπτυγμένοι — ἐπί πτύσσω fold perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεπτύσσετο — ἐπί πτύσσω fold imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεπτύσσοντο — ἐπί πτύσσω fold imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεπτύχθη — ἐπί πτύσσω fold aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέπτυξαν — ἐπί πτύσσω fold aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • epi, opi, pi —     epi, opi, pi     English meaning: at, by     Deutsche Übersetzung: “nahe hinzu, auf darauf, auf hin”, zeitlich “in addition, darauf, örtlich “hinter, after” (also “bei etwas herunter”? so partly die Gmc. forms)     Note: (also with lengthened …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • διπλώνω — (AM διπλῶ, όω) [διπλούς] 1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη 2. διπλασιάζω νεοελλ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω αρχ. 1. επαναλαμβάνω μια πράξη 2. πολλαπλασιάζω επί δύο 3. πληρώνω τα διπλά …   Dictionary of Greek

  • επιπτύσσω — ἐπιπτύσσω (Α) [πτύσσω] 1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.) 2. κάνω πτυχές, σούρες 3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • επισυνάγω — ἐπισυνάγω (AM) μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ) μσν. 1. τρυγώ 2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.) αρχ. 1. συστέλλω, πτύσσω 2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα 3. συμπεραίνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”