ἐπι-προ-ίημι

ἐπι-προ-ίημι

ἐπι-προ-ίημι (s. ἵημι), gegen Einen vorschicken, τλαίης κεν Μενελάῳ ἐπιπροέμεν ταχὺν ἰόν Il. 4, 94, einen Pfeil auf ihn abschicken; κεῖνον δὴ νηυσὶν ἐπιπροέηκα ἐλϑεῖν εἰς Ἀχιλῆα 17, 708 zu den Schiffen; τὸν μὲν ἐγὼ νηυσὶν ἐπιπροέηκο Ἴλιον εἴσω 18, 58, auf den Schiffen sandte ich ihn nach Ilios, wie ἄνδρας δὲ λίσσεσϑαι ἐπιπροέηκεν ἀρίστους 9, 520; sp. D.; νημερτέα βάξιν Ἥρη ἐπιπροέηκεν Ap. Rh. 4, 1617; ἄλλον ἄλλῳ ἐπιπροιείς, Einen nach dem Andern hinwerfend, 3, 124; Κασπίῃ αἰπὺ ῥέεϑρον ἐπιπροΐησι ϑαλάσσῃ, ins Meer, D. Per. 49. – In Od. 15, 298, ἔνϑεν δ' αὖ νήσοισιν ἐπιπροέηκε ϑοῇσιν, ist es (mit ausgelassenem ναῦν) neutral, darauf lossteuern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”