- ἐπ-αφ-αυαίνομαι
ἐπ-αφ-αυαίνομαι, pass., darüber austrocknen, ἐπαφαυάνϑην γελῶν, gleichsam »ich kam vor Lachen »um«, Ar. Ran. 1089, v. l. ἀπαφ., Schol. erkl. ἐξηράνϑην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-αφ-αυαίνομαι, pass., darüber austrocknen, ἐπαφαυάνϑην γελῶν, gleichsam »ich kam vor Lachen »um«, Ar. Ran. 1089, v. l. ἀπαφ., Schol. erkl. ἐξηράνϑην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραυαίνομαι — Α ξηραίνομαι τελείως, αποξηραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐαίνομαι / ξηραίνομαι»] … Dictionary of Greek
προσαυαίνομαι — Α μαραίνομαι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐαίνομαι «ξεραίνομαι, μαραίνομαι»] … Dictionary of Greek
τέρσω — Α (κυρίως μέσ. και παθ.) τέρσομαι είμαι ή γίνομαι ξηρός, στεγνώνω («ὅταν [τὰ ῥάκεα] ἐν ἡλίῳ τέρσηται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος θεματικός ενεστ. που ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ters «ξηραίνω, στεγνώνω» και συνδέεται με τα: αρχ.… … Dictionary of Greek