- περι-λείχω
περι-λείχω, umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ στόμα τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, ὅπως περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον, Luc. Icarom. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λείχω, umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ στόμα τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, ὅπως περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον, Luc. Icarom. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλείχω — ΝΑ γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα αρχ. 1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς 2. τρώω κάτι γλείφοντάς το. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
λειχούδης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) λογίων από την Κεφαλονιά. 1. Ιωαννίκιος (Ληξούρι 1633 – Μόσχα 1717). Σπούδασε στη Βενετία και στην Πάντοβα. Έγινε κληρικός και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας και δάσκαλος στην ιδιαίτερη πατρίδα του έως το 1683. Την ίδια… … Dictionary of Greek
λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… … Dictionary of Greek
ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… … Dictionary of Greek