Ἄτλᾱς

Ἄτλᾱς

Ἄτλᾱς, αντος, ὁ, als nom. pr. ein Gott, der die Säulen des Himmels in seiner Obhut hat, Od. 1, 52, vgl. Scholl.; nach Späteren, welche die Stelle der Od. mißverstanden, trägt oder hält er die Säulen; – auch der mit diesem Gott identificirte Berg Atlas in Westafrika; übertr., jeder Träger; bes. in der Baukunst, männliche, Gebälk tragende Bildsäulen, Poll.; Vitruv. 6, 9; am Schiff, Ath. V, 208 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Άτλας — Άτλας, ο και Άτλαντας, ο 1. γίγαντας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που κρατούσε στους ώμους του τον ουρανό. 2. οροσειρά στη Β. Αφρική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτλας — άτλας, ο και άτλαντας, ο 1. ανθρωπόμορφο στήριγμα του θριγκού ή άλλων βαριών επιστυλίων. 2. συλλογή γεωγραφικών χαρτών: Μου χάρισαν έναν άτλαντα των πέντε ηπείρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… …   Dictionary of Greek

  • Ἄτλας — Ἄτλᾱς , Ἄτλας Atlas masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀτλάντων — Ἄτλας Atlas masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτλα — Ἄτλας Atlas masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτλαν — Ἄτλας Atlas masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτλαντα — Ἄτλας Atlas masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτλαντας — Ἄτλας Atlas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτλαντες — Ἄτλας Atlas masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”