ἈΚΟή

ἈΚΟή

ἈΚΟή, ἡ (ἀκούω). 1) der Sinn des Gehörs, διεφϑαρμένος τήν ἀκοήν, taub, Her. 1, 38; ἀποστέρησις ἀκοῆς Thuc. 7. 70; oft bei Plat. in Vrbdg mit ὄψις, z. B. Phaed. 65 b; δι' ἀκοῆς αἰσϑέσϑαι Legg X. 900 a; ἐπιστήμην ἔχειν διὰ τῆς ἀκ. Isocr. 12, 150. – 2) das Organ des Hörens, das Ohr, ἡ ἀκοὴ πάσας φωνὰς δέχεται Xen. Mem. 1, 4, 6; Pherecrat. in B. A. 369, ἀπεσϑίει μου τήν ἀκοήν, Hermipp. Ath. XIV, 649 c, vgl. Sopat. Ath. II, 86 a; Plat. Tim. 33 c; τὰς ἀκοὰς ἀποφράττειν Luc. Philop. 1.; so übertr. ξένους λόγους μολεῖσϑαι εἰς ἀκοὴν ἐμήν, wie wir: werden mir zu Ohren kommen, Aesch. Prom. 692; ὀξεῖαν λόγοις ἀκοὴν διδούς, ein scharfes Ohr leihen, Soph. El. 30; vgl. τὰς ἀκοὰς ἀνατιϑέναι τινί Pol. 24, 5. – 3) das Gehörte, Gerücht, ἀκοῇ κλύειν Soph. Phil. 1348: ἀκοῇ εἰδέναι Thuc. 1, 4; Plat. oft, z. B. Tim. 23 a; Dem. 22, 13; so ἀκοῇ ἱστορέων Her. 2, 29; παραλαβεῖν 2, 148 (ὁπόσων ἀκοὴν παρεδεξάμεϑα Tim. 23); ὅσον ἐπὶ μακρότατον οἷοί τ' ἐγενόμεϑα ἀκοῇ ἐξικέσϑαι 4, 16; τὰ ἀκοῇ λεγόμενα Thuc. 1. 23; ἔλεγε ἀκοῇ Her. 4, 16, wie Eur. I. T. 811; τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων παρ' ἀλλήλων δέχονται, die Traditionen über die früheren Ereignisse, Thuc. 1, 20; ἐξ ἀκοῆς περί τινος λέγειν Phaed. 61 d; ἀκ. παλαιά Tim. 20 d; σκοτειναὶ ἀκοαί Criti. 109 e; ὄψεις καὶ ἀκοαί im plur., Theaet. 156 b; ἀκοήν, nach Hörensagen, Paus 5, 12, 1; ἀκοὴν μαρτυρεῖν, bezeugen, was man gehört hat, Is. 6, 53; Dem., nach dem nur τεϑνεῶτος οὐ ζῶντος ἀκ. μαρτ. erlaubt war, 46, 7; so ἀκοὴν τῶι' τετελευτηκότων διαμαρτυρεῖν 44, 55 u. ähnlich ἀκοὴν μηδεμίαν προςάγειν πρὸς τὸν ἀγῶνα, sich nicht auf ein Gerücht berufen, 57, 4; Pind. P. 1. 83 ἀκοὴ ἀστῶν βαρύνει, der Ruf bei den Bürgern. – S. auch ἀκουή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοῇ — ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοή — hearing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοῆι — ἀκοῇ , ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖν — ἀκοή hearing fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖσι — ἀκοή hearing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl ἀκουή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl ἀκουή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”