ἆπος

ἆπος

ἆπος, τό, Ermüdung, Erschöpfung, Eur. Phoen. 865, wird κάματος erkl., Valcken. will κᾶπος lesen, Andere αἶπος, wie Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρηματολαίλαψ — απος, ὁ, Μ (σχετικά με χρήματα) άρπαγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + λαῖλαψ] …   Dictionary of Greek

  • τὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὧπος — ἄπος , ἄπους without foot masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Proto-Indo-European to Dacian sound changes — NOTE: all html boxes in this article need to be replaced by another format. The Dacian language was a Satem Indo European Language.hort vowelsPIE has the short vowels e, o. The existence of the PIE short vowel a is disputed.The origin of the Late …   Wikipedia

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και …   Dictionary of Greek

  • ημεδαπός — Το άτομο που κατάγεται από τη χώρα στην οποία ζει. Ο χαρακτηρισμός αυτόςαποτελεί νομικό όρο και υποδηλώνει το άτομοπου έχει την ιθαγένεια μίας χώρας, σε αντίθεση με τον ξένο, τον αλλοδαπό. Η κατοχή ή όχι της ιθαγένειας έχει συνέπεια, από νομική… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαψ — λαῑλαψ, απος, ἡ (Α, Μ λαῑλαψ, ὁ) βλ. λαίλαπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”