ὅρμος

ὅρμος

ὅρμος, , 1) Schnur, Kette (εἴρω); Il. 18, 401 unter Schmucksachen genannt, welche Hephästus gemacht hat; χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, Od. 15, 460, wie 18, 295; vgl. H. h. Ap. 103 Ven. 88. 164; Hes. O. 74; στεφάνων ὅρμος, eine Schnur von Kränzen, Pind. N. 9, 17; ὅρμοισι τῶν ἀναπλέκοντι χέρας, Ol. 2, 82; χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις, Aesch. Ch. 608; Eur. El. 177; vgl. Ar. Vesp. 677 Lys. 408; Plat. Rep. IX, 590 a u. Sp., wie Luc. de domo 7. – Auch ein Ringeltanz, der von Knaben und Mädchen, die in bunter Reihe neben einander stehen, getanzt wird, Luc. de salt. 11. – Hesych. erkl. auch οἱ τῶν ὑποδημάτων ἱμάντες, Schuhriemen, Schnüre. – 2) (vgl. ὁρμέω) ein Ankerplatz, eine Rhede, wo ein Schiff sicher vor Anker gehen kann; νῆες ὅτ' ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται, Od. 13, 101; τήνδ'(ναῦν) εἰς ὅρμον προέρεσσαν ἐρετμοῖς, Il. 1, 435; ὡς μήτ' ἐν ὅρμῳ κύματος ζάλην ἔχειν, Aesch. Ag. 651; πρὶν ὅρμῳ ναῦν ϑρασυνϑῆναι, Suppl. 753; Soph. O. R. 196 Phil. 217; μή μοι ναῶν πρύμνας δέξασϑαι τούςδ' εἰς ὅρμους, Eur. I. A. 1322, öfter; u. in Prosa, τὸν ὅρμον ποιεῖσϑαι, vor Anker gehen Pol. 16, 8, 2 u. a. Sp.; auch übertr., Zufluchtsort, Ruheplatz. – Bei Apollonds. 16 (IX, 296), καὶ τὸν ἀπ' ἀγκύρης ὅρμον ἔκειρε νεῶν, ist es der Halt der Schiffe, den die Anker geben, oder die Ankertaue. – Buttm. Lexilog. I, 111 betrachtet diese zweite Bedeutung als radikal von der ersten verschieden; Passow bemerkt dagegen, daß ja ein Ort, wo man bes. Schiffe anbindet oder festlegt, gleichfalls ganz natürlich von εἴρω herkommen könne; vgl. die letzte Stelle des Apollnds. u. ἕρμα. – Einige alte Grammatiker betonten in der ersten Bdtg ὁρμός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὅρμος — cord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου …   Dictionary of Greek

  • Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”