- ἅρπεζος
ἅρπεζος, ὁ, dasselbe, Nic. Th. 284 v. l. für ἕρπεζον; Schol. 393 leitet es von ὄρος ab, ἡ πέζα τοῠ ὄρους, ἡ ὑπώρεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅρπεζος, ὁ, dasselbe, Nic. Th. 284 v. l. für ἕρπεζον; Schol. 393 leitet es von ὄρος ab, ἡ πέζα τοῠ ὄρους, ἡ ὑπώρεια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.