- περι-λιπής
περι-λιπής, ές, wie περίλοιπ ος, übrig gelassen, geblieben, περιλιπεῖς γενομένο υς τῆς φϑορᾶς, Plat. Leg. III, 702 a; τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λιπής, ές, wie περίλοιπ ος, übrig gelassen, geblieben, περιλιπεῖς γενομένο υς τῆς φϑορᾶς, Plat. Leg. III, 702 a; τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλιπής — ές, Α ο υπόλοιπος, αυτός που απέμεινε («παρεσκεύαζον δὲ καὶ τὰ περιλιπῆ τῶν πλοίων», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής] … Dictionary of Greek
υπολιπής — ές, ΜΑ αυτός που μένει ως υπόλοιπο αρχ. 1. ελλιπής, ανεπαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπολιπές έλλειμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιπής (< λείπω), πρβλ. περι λιπής] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek