ἄλλως

ἄλλως

ἄλλως, adv zu ἄλλος, auf andere Weise, anders, Hom. z. B. μετεβούλευσαν ϑεοὶ ἄλλως Od. 5, 286; εἴ τι πόροις ξεινήιον ἠὲ καὶ ἄλλως δοίης δωτίνην 9, 267; πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε Iliad. 5, 218, = besser; 11, 391 ἶ τ' ἄλλως ὑπ' ἐμεῖο, καὶ εἴ κ' ὀλίγον περ ἐπαύρῃ, ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίϑησιν; Od. 14, 124 ἀλλ' ἄλλως κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται ψεύδονται, auf schlechte Art, Iliad. 23, 144 ἄλλως ἠρήσατο, flehte vergeblich; Od. 15, 513 ἄλλως μέν σ' ἂν ἔγωγε καὶ ἡμέτερόνδε κελοίμην ἔρχεσϑαι, unter anderen Umständen, κελοίμην ἄν homerisch für ἐκελόμην ἄν; Iliad. 9, 699 ὁ δ' ἀγήνωρ ἐστὶ καὶ ἄλλως, ohnehin, vgl. 20, 99 Od. 21, 87; περιττόν ist καὶ ἄλλως z. B. Od. 17, 577; – οὕτως ἢ ἄλλως πως Plat. Phaedr 272 b; μὴ ἄλλως ποίει ἀλλὰ πείϑο υ Crit. 54 a; ἄλλως οὐδαμῶς, auf keine andere Weise; ἄλλως ἔχειν, anders gesinnt sein, τινός D. Hal. 6, 49; häufig im schlimmen Sinne; anders als wahr ist, fälschlich, Her. 3, 16. 4, 77; nicht selten umsonst, vergebens; vgl. Tim. Lex.; οὐκ ἄλλως προνοεῖ, οὐ μάτην Aesch. Ag. 1290; ἄλλως τούςδε μοχϑοῠμεν πόνους Eur. Hipp. 301 Med. 1030 u. sonst bei Tragg.; Ar. Equ. 11 Pax 1079; οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται Plat. Phaedr. 232 a vgl. Phaed. 76 e; ἄλλως λέγειν 115 d, u. so öfter bei Sp. Bei Her. 3, 139 auch ἄλλως δίδωμι hinter πωλέω οὐδενὸς χρήματος, ich gebe es umsonst; ἄλλως ἠρόμην, ich fragte nur so, Luc. Pisc. 19 vgl. D. d. 20, 4. Dah. nichts anders, als, d. i. allein, bloß, εἴδωλον ἄλλως Soph. Phil. 947; ἄλλως ὄνομα καὶ οὐκ ἔργον Thuc. 8, 78; γῆς ἄλλως ἄχϑη, nur eine Last der Erde, Plat. Theaet. 176 d; ἄλλως ἕνεκα λόγου ἐλέγετο, nur zum Scheine, Crit. 46 c; λῆρος ἄλλως, Geschwätz ohne bes. Zweck, Luc. Prom. 6, u. oft. So τὴν ἄλλως, sc. ὁδόν, nur so, ohne Zweck, τὸ μετὰ παιδιᾶς τὴν ἄλλως ϑεωρεῖν, Plat. Legg. I, 650 a S. τηνάλλως. – Häufig att. ἄλλως τε καί, auch in anderer Hinsicht, aber vorzüglich, insbesondere, zumal, τολμητέον τό γε ἀληϑὲς εἰπεῖν, ἄλλως τε καὶ περὶ ἀληϑείας λέγοντα Plat. Phaedr. 247 c, mit folgendem ὅταν; Phaed. 77 d ἄλλως τε καὶ εἰ, zumal wenn; auch getrennt: ἄλλως τε οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου, ganz wie cumtum. Selten bleibt καί fort, ἄλλως τε, u. vollends, Soph. O. R. 11. 10; ἄλλως τε εἰ καί u. vollends, wenn gar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλλως — επίρρ. (Α ἄλλως) με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώς νεοελλ. 1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή 2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστε εκτός τούτου, εξάλλου αρχ. 1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλως — ἄλλος y masc acc pl (doric) ἄλλως otherwise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλῶς — ἀνά λόω lǎvo pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δἄλλως — ἄλλως , ἄλλος y masc acc pl (doric) ἄλλως , ἄλλως otherwise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄλλως — ἄλλως , ἄλλος y masc acc pl (doric) ἄλλως , ἄλλως otherwise indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • семо — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  мест. (греч. ὧδε) сюда; семо и овамо (ἄλλως καὶ ἄλλως) туда и сюда,… …   Словарь церковнославянского языка

  • άλλωστε — επίρρ. βλ. άλλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. ἄλλως τε] …   Dictionary of Greek

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

  • τηνάλλως — Α επίρρ. (σύνθ. από τη φρ. τὴν ἄλλως) βλ. άλλως …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”