ἄ-ουτος

ἄ-ουτος

ἄ-ουτος (οὐτάω), unverwundet durch Hieb od. Stoß, Iliad. 18, 536, vgl. Lehrs Aristarch. 61 sqq.; der homer. Vers wiederholt Hesiod. Sc. 157.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οὗτος — this masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • οὕτος — ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ταύταιν — οὗτος this fem dat dual οὗτος this fem gen dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούτω — οὗτος this masc/neut gen sg (doric aeolic) οὗτος this masc acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοὖτος — οὗτος , οὗτος this masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑταιί — οὗτος this fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτηγί — οὗτος this fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”