ἄ-ορνος

ἄ-ορνος

ἄ-ορνος (ὄρνις), ohne Vögel, wo Vögel nicht hinkommen, ὕψη, Bergeshöhen, Plut. Alex. fort. 1, 3; ἄκρα Luc. Hermot. 4; absolut, ἡ ἄορνος Dial. Mort. 14, 6, wo es Eigenname geworden, wie Arr. An. 4, 28 Curt. 8, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ορνός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Μυκόνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • AVERNUS — lacus Campaniae, prope Baias, quem Plutoni dicatum et inferorum limen esle rudis vetustas credidit. Dictus quasi ἄορνος, h. e. avibus carens. Vide Aornus. Ita autem ab Aristotele in Admirandis describitur: Περὶ την` Κύμην την εν Ι᾿ταλία λίμνη… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • άορνος — Ονομασία δύο αρχαίωνπόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας που είχε νεκρομαντείο. Στην περιοχή αναδίδονταν αναθυμιάσεις που καθιστούσαν αδύνατη τη ζωήστα πουλιά (στερητικό α + ορνός). 2. Μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βακτριανής. Την κατέλαβε o Mέγας …   Dictionary of Greek

  • ερινός — και ορνός, ο [ερινεός] βλ. ερινεός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”