ἄμαθος — dwelling in sand fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαθος — (I) η, ο 1. αυτός που δεν έμαθε, δεν διδάχθηκε κάτι, αδίδαχτος, αμόρφωτος, 2. αγράμματος, απαίδευτος 3. αγροίκος, ανόητος, αγενής 4. αυτός που δεν είναι εξοικειωμένος, συνηθισμένος σε κάτι, άπειρος, αδαής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θ. μαθ τού ρ.… … Dictionary of Greek
άμαθος — η, ο 1. αμάθητος (βλ. λ.). 2. αμαθής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμάθοιο — ἄμαθος dwelling in sand fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθοισι — ἄμαθος dwelling in sand fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθοισιν — ἄμαθος dwelling in sand fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθου — ἄμαθος dwelling in sand fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθῳ — ἄμαθος dwelling in sand fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαθοι — ἄμαθος dwelling in sand fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμαθον — ἄμαθος dwelling in sand fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek