ἄνεως

ἄνεως

ἄνεως, wird als att. Form von einem ungebräuchlichen, von αὔω »schreien« abgeleiteten ἄναυος, ἄν-ᾱος betrachtet; hierzu passen sehr gutsieben Homerische Stellen: ἄνεῳ ἐγένεσϑε Iliad. 2, 323, ἄνεῳ ἐγένοντο Iliad. 3. 84 Od. 7, 144. 10, 71, ἄνεῳ ἦσαν Iliad. 9, 30. 695, ἄνεῳ ἧσϑε Od. 2, 240; dagegen Od. 23, 93 ἡ δ' ἄνεω δὴν ἧστο will nicht passend erscheinen, da ἄνεωschwerlich nom. fem. sing. sein kann, was es nach Analogie der andern Stellen doch sein müßte. Buttmann Lexil. 2, 1 ff nimmt es überall als adverb., indem er an allen Stellen ἄνεω ohne das ι schreibt; vgl. ἀκέων u. ἀκήν. Die Sache ist sehr zweifelhaft. Bekker hat (in der Ausgabe von 1843 u. inder von 1858) Od. 2, 240, 7, 144. 10, 71 ἄνεῳ mit dem ι, in den andern Stellen ἄνεω ohne das ι. Doch ist die Bedeutung sicher: still, stumm, schweigend, ruhig. Bei Her. 5, 28 ist für ἄνεως κακῶν gewiß richtig ἄνεσις aufgenommen. Sonst noch Lp. Ep., wie Ap. Rh.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραπρύτανις — άνεως, ὁ, Α αντικαταστάτης ή βοηθός τού πρύτανη, αντιπρύτανης …   Dictionary of Greek

  • πρότανις — άνεως, ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. πρύτανης …   Dictionary of Greek

  • συμπρύτανις — άνεως, ὁ, Α πρύτανις επίσης, όπως και άλλος …   Dictionary of Greek

  • τίτανις — άνεως, ἡ, Α βλ. τίτανος …   Dictionary of Greek

  • υποπρύτανις — άνεως, ὁ, Α αντιπρύτανης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρύτανις] …   Dictionary of Greek

  • άνεω — ἄνεω και ἄνεῳ επίρρ. (Α) σιωπηρά, χωρίς φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θεωρείται γενικά από τους αρχαίους (Ηρωδιανός) ως ονομαστική πληθ. του άνεως. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη συνήθη γραφή του τ. με ι υπογεγραμμένο, μολονότι… …   Dictionary of Greek

  • παμπρύτανις — παμπρύτανις, άνεως, ὁ (Α) κύριος τών πάντων, εξουσιαστής όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρύτανις] …   Dictionary of Greek

  • πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”