- ἄ-δρεπτος
ἄ-δρεπτος, zu pflücken, ἥβας ἄνϑος ἔςτω Aesch-Suppl. 649.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δρεπτος, zu pflücken, ἥβας ἄνϑος ἔςτω Aesch-Suppl. 649.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δρεπτός — δρεπτός, ή, όν (Α) (για φιλί) αρπαχτό … Dictionary of Greek
δρεπτά — δρεπτός plucked neut nom/voc/acc pl δρεπτά̱ , δρεπτός plucked fem nom/voc/acc dual δρεπτά̱ , δρεπτός plucked fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπτόν — δρεπτός plucked masc acc sg δρεπτός plucked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόδρεπτος — νεόδρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που κόπηκε πρόσφατα 2. (για βωμούς) αυτός που έχει στεφανωθεί με φρεσκοκομμένα άνθη («ποπανεύματα... κατέθεντο νεοδρέπτων ἐπὶ βωμῶν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρεπτος (< δρέπτω «κόβω»), πρβλ. ά δρεπτος] … Dictionary of Greek