ἄ-κῡρος

ἄ-κῡρος

ἄ-κῡρος, 1) ungültig, ohne Rechtskraft, ἄκυρον ποιεῖν, ungültig machen, Plat. Prot. 356 d; bes. von Beschlüssen, Gesetzen und richterlichen Entscheidungen, oft bei Rednern, ψήφισμα Andoc. 1, 8; Dem. 23, 93; συνϑήκην ἄκυρον ποιεῖν Lys. 18, 15; συγγραφήν Dem. 56, 15; τὸ ἀξίωμα Xen. An. 5, 9, 28; νόμος, dem κύριος entgegengesetzt, Aesch. 3, 38; Plat. Legg. IV, 715 d; κρίσις ἀκυροτέρα, die Entscheidung hat weniger Gewicht, Theaet. 178 d; δίκη ἄκυρος καὶ ἀτελής Legg XII, 954 e; neben ἀβέβαιος Plut. Sol. 27. – 2) Von Menschen; τινός, kein Recht auf etwas habend, ohne Gewalt über etwas, ἄκυρος ἔστω τῶν ἑαυτοῠ, er soll nicht frei über sein Eigenttzum verfügen dürfen, Plat. Theaet. 169 e; Legg. XI, 929 e; ἄκυροι πάντων γενήσεσϑε Dem. 19, 2; τὰ δικαστήρια ἄκυρα ποιεῖν τῶν προςτιμημάτων, den Gerichten die Macht nehmen, Zusatz-Strafen zu verhängen, 24, 2; auch absol., ἄκυρόν τινα ποιεῖν, Einem keine Vollmacht geben, Xen. Hell. 5, 3, 24; τοὺς βέλτιον βουλευσαμένους ἀκύρους καϑιστἀναι, ihnen keinen Einfluß gestatten, Lys. 9, 19; mit dem inf., ἄκυρος καὶ ἀτελὴς σῶσαι, ohne Macht zu retten, Andoc. 4, 9. Beide Bedtgn haben auch Plut. u. Sp. – 3) Von Wörtern: uneigentlich, Cic. Fam. 16, 17; so ἀκύρως, Schol. Il. 24, 614.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κῦρος — the elder Cyrus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κῦρος — the elder Cyrus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Κύρος ο Πανοπολίτης — (Πανόπολη Αιγύπτου ; – Κωνσταντινούπολη 457). Βυζαντινός ποιητής και αξιωματούχος. Καταγόταν από την Αίγυπτο, έζησε όμως στην Κωνσταντινούπολη όπου διορίστηκε έπαρχος (439). Με την εύνοια της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, συζύγου του Θεοδοσίου Β’,… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — το ους 1. ισχύς από λόγους προσωπικής αξίας, ειδικότητας ή θέσης. 2. νομική ισχύς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φέρι, Κύρος — (Ferri, Ρώμη 1634 – 1689). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Π. Κορτόνα και συνεργάστηκε μαζί του πρώτα στη Ρώμη και στη συνέχεια, από το 1659, στη Φλωρεντία στο ανάκτορο Πίτι. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου του αποτελείωσε τη διακόσμηση των… …   Dictionary of Greek

  • Κῦρε — Κῦρος the elder Cyrus masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῦροι — Κῦρος the elder Cyrus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κῦρον — Κῦρος the elder Cyrus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”